Η σπονδυλική στήλη αποτελεί το σύνολο των συνδεσμικών και οστικών στοιχείων οι οποίες περικλείουν τον νωτιαίο μυελό. Οι λειτουργίες της είναι πολλαπλές, με κυριότερες την δομική υποστήριξη, την προστασία των νευρικών δομών και τη εξασφάλιση των κινήσεων του αυχένα και του κορμού. Ένα κάταγμα σπονδυλικής στήλης αφορά την οστική κάκωση ενός σπονδύλου, γεγονός που συνεπάγεται είτε με την απλή διακοπή της οστικής συνέχειας, είτε την παραμόρφωση της δομής του. Αυτά τα κατάγματα μπορεί να προκύψουν σε οποιαδήποτε μοίρα της σπονδυλικής στήλης, από την αυχενική έως τη θωρακική και την οσφυϊκή.
Οι αιτίες εμφάνισης καταγμάτων είναι ποικίλες, όπως τραύματα υψηλής ενέργειας, ιδίως σε περιπτώσεις τροχαίου ατυχήματος ή πτώσης από ύψος. Σε αυτή την περίπτωση, γίνεται λόγος για τραυματικά κατάγματα. Ωστόσο, ο συγκεκριμένος τραυματισμός μπορεί να εμφανιστεί χωρίς ιδιαίτερη βία εάν ο ασθενής πάσχει από οστεοπόρωση, είτε να προκληθεί εξαιτίας του συνδυασμού της οστεοπόρωσης και κάποιας πτώσης ή πρόσκρουσης. Στην οστεοπόρωση, επειδή οι σπόνδυλοι είναι εύθρυπτοι λόγω ελαττωμένης οστικής πυκνότητας, το σώμα των σπονδύλων ακόμα και χωρίς να υπάρχει κάποια κάκωση, λόγω του βάρους του σώματος, παραμορφώνεται σφηνοειδώς, δημιουργώντα δηλαδή ένα οστεοπορωτικό κάταγμα. Η οστεοπόρωση επίσης μπορεί να συμβάλει στην πρόκληση ενός κατάγματος χωρίς να έχει προηγηθεί κάποιος έντονος τραυματισμός. Το κάταγμα σπονδυλικής στήλης αυτής της μορφής ονομάζεται παθολογικό. Ένα παθολογικό κάταγμα μπορεί εκτός από την οστεοπόρωση να προκληθεί εξαιτίας της ύπαρξης κάποιου όγκου ή λοίμωξης της σπονδυλικής στήλης ή λόγω εκφυλιστικών καταστάσεων όπως η σπονδύλωση.
Όπως κάθε μορφή κατάγματος, έτσι και το κάταγμα σπονδυλικής στήλης μπορεί να διακριθεί σε σταθερό και ασταθές. Ένα σταθερό κάταγμα δεν ενέχει κίνδυνο επιδείνωσης του προβλήματος, καθώς οι μαλακοί ιστοί και οι σύνδεσμοι δεν έχουν υποστεί εκτεταμένη βλάβη και ο σπονδυλικός σωλήνας δεν έχει περιοριστεί. Αντιθέτως, ένα ασταθές κάταγμα σημαίνει ότι η βλάβη είναι εκτεταμένη σε βαθμό που η σπονδυλική στήλη δεν μπορεί να αντέξει το βάρος του σώματος στην όρθια θέση, ενώ τίθεται σε κίνδυνο και η ακεραιότητα του νωτιαίου μυελού. Σε περιπτώσεις ασταθών καταγμάτων σπονδυλικής στήλης, έχει απόλυτη ένδειξη η χειρουργική αντιμετώπιση.
Τα κατάγματα αυτά μπορεί να είναι είτε ασυμπτωματικά, είτε να προκαλούν πόνο και σε κάποιες περιπτώσεις να έχουν επηρεαστεί και τα νευρικά στοιχεία του ασθενούς (νεύρα ή νωτιαίος μυελός). Ορισμένα κατάγματα της σπονδυλικής στήλης, ειδικά τα οστεοπορωτικά συμπιεστικά κατάγματα, μπορεί αρχικά να εμφανιστούν με ήπια ή και καθόλου συμπτώματα. Ωστόσο, με την πάροδο του χρόνου, τα συμπτώματα μπορεί να επιδεινωθούν και μπορεί να προκύψουν επιπλοκές εάν αφεθούν χωρίς θεραπεία.
Τα συμπτώματα των καταγμάτων της σπονδυλικής στήλης μπορεί να ποικίλουν ανάλογα με τη θέση, τη σοβαρότητα και τον τύπο του κατάγματος. Το πιο κοινό σύμπτωμα είναι αρχικά ο πόνος στην πλάτη, τη μέση ή τον αυχένα, ανάλογα με την περιοχή εκδήλωσης του κατάγματος. Ο πόνος μπορεί να εντοπίζεται στο σημείο του κατάγματος ή να εκπέμπεται σε άλλες περιοχές της σπονδυλικής στήλης ή στους γύρω μύες. Παράλληλα, τα κατάγματα της σπονδυλικής στήλης μπορεί να περιορίσουν σημαντικά το εύρος κίνησης. Οι ασθενείς μπορεί να παρουσιάσουν δυσκολία στην κάμψη, τη συστροφή ή την εκτέλεση δραστηριοτήτων που απαιτούν κινητικότητα της σπονδυλικής στήλης. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα κατάγματα της σπονδυλικής στήλης μπορεί να προκαλέσουν ορατές παραμορφώσεις, όπως μια μη φυσιολογική καμπυλότητα της σπονδυλικής στήλης (κύφωση).
Παράλληλα, εάν το κάταγμα της σπονδυλικής στήλης προκαλέσει βλάβη στο νωτιαίο μυελό ή στις νευρικές ρίζες, μπορεί να εμφανιστούν νευρολογικά ελλείμματα. Αυτά μπορεί να περιλαμβάνουν μούδιασμα, μυρμήγκιασμα, αισθητηριακές διαταραχές, αδυναμία ή παράλυση στα κάτω άκρα, απώλεια ελέγχου του εντέρου ή της ουροδόχου κύστης ή δυσκολία στο περπάτημα. Τα κατάγματα στη θωρακική ή την ανώτερη αυχενική μοίρα της σπονδυλικής μπορεί να επηρεάσουν το θώρακα και το θωρακικό τοίχωμα, οδηγώντας δυνητικά σε αναπνευστικές δυσκολίες. Το είδος της θεραπείας (συντηρητική ή χειρουργική) εξαρτάται από τα συμπτώματα του ασθενούς και ο σκοπός της είναι η άμεση ανακούφιση από τον πόνο και η γρήγορη κινητοποίηση.
Η θεραπευτική προσέγγιση για τα κατάγματα της σπονδυλικής στήλης εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, όπως ο τύπος και η θέση του κατάγματος, η σταθερότητα της σπονδυλικής στήλης, τα σχετικά νευρολογικά ελλείμματα και η συνολική κατάσταση της υγείας του ασθενούς. Στα σταθερά κατάγματα η πρώτη αντιμετώπιση είναι συνήθως συντηρητική με ανάπαυση και αποφυγή φόρτισης της σπονδυλικής στήλης, χορήγηση αναλγητικής αγωγής και εφαρμογή κηδεμόνα. Είναι σημαντικό επίσης ο ασθενής να μην παραμείνει στο κρεβάτι, παρά μόνο για λίγες ημέρες στην αρχή. Αφού επιτευχθεί πώρωση του κατάγματος, ακολουθεί φυσιοθεραπευτική αποκατάσταση κι ενδυνάμωση των μυών του κορμού.
Χειρουργικές επεμβάσεις, όπως η σπονδυλοδεσία, η σπονδυλοπλαστική ή η κυφοπλαστική, μπορεί να είναι απαραίτητες όταν υφίστανται ασταθή κατάγματα, σοβαρές παραμορφώσεις ή εκτεταμένα νευρολογικά συμπτώματα. Όταν απαιτείται χειρουργική αντιμετώπιση από χειρουργό σπονδυλικής στήλης των οστεοπορωτικών καταγμάτων, η θεραπεία εκλογής είναι η διαδερμική κυφοπλαστική – σπονδυλοπλαστική. Η κυφοπλαστική ή η σπονδυλοπλαστική έχει ένδειξη σε απλές περιπτώσεις όπου δεν παρατηρείται συμπίεση των νευρικών δομών. Τα ασταθή κατάγματα αντιμετωπίζονται με σπονδυλοδεσία, με σκοπό να αποκατασταθεί η αστάθεια της σπονδυλικής στήλης και να αποσυμπιεστεί ο σπονδυλικός σωλήνας από θραύσματα οστών που ασκούν πίεση σε νευρικές δομές. Η έγκαιρη διάγνωση, η καίρια αντιμετώπιση, συντηρητική ή χειρουργική, και η κατάλληλη αποκατάσταση είναι ζωτικής σημασίας για την επίτευξη καλύτερων αποτελεσμάτων και την ελαχιστοποίηση των μακροπρόθεσμων επιπλοκών.